- εξτρεμιστικός
- η , ό[ν] полит, экстремистский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξτρεμιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εξτρεμισμό … Dictionary of Greek
εξτρεμιστικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στον εξτρεμισμό ή τον εξτρεμιστή (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)